- κολυμβιστής
- κολυμβ-ιστής, οῦ, ὁ,A = -ητής, Sch.Opp.H.1.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολυμβιστής — κολυμβιστής, ὁ (Α) βλ. κολυμπιστής … Dictionary of Greek
κολυμβισταί — κολυμβιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμπιστής — ο (Μ κολυμβιστής) κολυμβητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολυμπιστής < μσν. κολυμβιστής < κολυμβίζω] … Dictionary of Greek